ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2014 …
Καθόταν εκεί, στην αρχή της μεγάλης μαρμάρινης σκάλας,με το καπελάκι του, το γκρι κουστούμι και τη γραβάτα. Δίπλα είχε ακουμπήσει το μπαστούνι. Φανερά ταλαιπωρημένος, με μάτια βουρκωμένα, μάλλον από τον ήλιο, που φώτιζε από την απέναντι τζαμαρία.
-Παππού, είσαι καλά; Χρειάζεσαι βοήθεια; Μήπως ένα ποτήρι νερό; Να σου φέρω;
-Όχι παλικάρι μου, να ‘σαι καλά. Μια ανάσα μόνο να πάρω.
-Εντάξει;… Ψήφισες;
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς την κορυφή της σκάλας, σήκωσε το καπελάκι και χαμήλωσε το βλέμμα…
-Γεννήθηκα το 1927… Από τον πόλεμο και μετά, ψήφισα σ’ όλες τις εκλογές και τα δημοψηφίσματα… Πήρα τα ποδαράκια μου, σήμερα και πήγα στο 4ο Δημοτικό… εκεί είχα ψηφίσει την τελευταία φορά, έψαξα αριστερά, δεξιά, … τίποτα. Μια κοπελιά κοίταξε στα χαρτιά της…
«Παππού, το εκλογικό τμήμα που ψηφίζεις δεν είναι εδώ, στο 1ο Λύκειο πρέπει να πας»
Εύκολο να το λες, με το ζόρι είχα φτάσει μέχρις εκεί… πώς να πάω στην άλλη άκρη της πόλης; Αν ήταν ο εγγονός μου, θα με πήγαινε με το αυτοκίνητο, αλλά κι αυτός ο δύσμοιρος έχει δυο μήνες τώρα που πήρε των ομματίων του και πήγε στη Νορβηγία… για δουλειά… χαΐρι δεν έβρισκε εδώ…
Πήρα το μπαστουνάκι και ξεκίνησα για το σπίτι, δεν ήτανε γραφτό. Στο δρόμο είδα κάτι παιδιά να προσπαθούν να περάσουν ένα φράκτη για να πάρουν τη μπάλα τους. Δεν μπορούσα να τους βοηθήσω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα… ή μήπως μπορούσα;
Μια φορά στα τόσα χρόνια, έχω τη δυνατότητα να βοηθάω, αποφασίζοντας γι αυτούς που θα μας κάνουν κουμάντο, τώρα έπρεπε να ψηφίσω για το μέλλον αυτών των παιδιών. Πήρα βαθιά ανάσα και να ΄μαι… Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Τα εκλογικά τμήματα είναι στον όροφο και τα ποδαράκια μου δεν μ’ ακούνε. Δεν θα καταφέρω ν’ ανέβω, θα ξαποστάσω λίγο και θα πάρω το δρόμο της επιστροφής… δεν ήτανε γραφτό.
-Παππού, αν θέλεις να σε βοηθήσω…
-Όχι παλικάρι μου… Το πήρα το μήνυμα. Αν είναι ν’ ανέβεις το βουνό πάνω σε ξένες πλάτες, καλύτερα να μην το ανεβείς καθόλου. Την άλλη φορά θα κάτσω στ’ αυγά μου… Δώσ’ μου μόνο το χέρι σου να σηκωθώ.
Σηκώθηκε, έφτιαξε το σακάκι, ίσιωσε το καπέλο, στηρίχτηκε στο μπαστούνι και κουτσαίνοντας, ξεκίνησε. Κοντοστάθηκε, γύρισε και κοίταξε τη σκάλα, τα μάτια του βούρκωσαν περισσότερο. Σήκωσε το μπαστούνι προς το μέρος μου…
-Άκουσε και μένα γιε μου, εκεί που θ’ ανέβεις… νέους να ψηφίσεις… αυτοί μπορούν να ανεβαίνουν σκάλες χωρίς να ζητάν βοήθεια… Άκου κι ένα γέρο, σαν κι εμένα… έχω δει κόσμο και κοσμάκη ν’ ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες τις εξουσίας… Νέους να ψηφίσεις…
Καθόταν εκεί, στην αρχή της μεγάλης μαρμάρινης σκάλας,με το καπελάκι του, το γκρι κουστούμι και τη γραβάτα. Δίπλα είχε ακουμπήσει το μπαστούνι. Φανερά ταλαιπωρημένος, με μάτια βουρκωμένα, μάλλον από τον ήλιο, που φώτιζε από την απέναντι τζαμαρία.
-Παππού, είσαι καλά; Χρειάζεσαι βοήθεια; Μήπως ένα ποτήρι νερό; Να σου φέρω;
-Όχι παλικάρι μου, να ‘σαι καλά. Μια ανάσα μόνο να πάρω.
-Εντάξει;… Ψήφισες;
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς την κορυφή της σκάλας, σήκωσε το καπελάκι και χαμήλωσε το βλέμμα…
-Γεννήθηκα το 1927… Από τον πόλεμο και μετά, ψήφισα σ’ όλες τις εκλογές και τα δημοψηφίσματα… Πήρα τα ποδαράκια μου, σήμερα και πήγα στο 4ο Δημοτικό… εκεί είχα ψηφίσει την τελευταία φορά, έψαξα αριστερά, δεξιά, … τίποτα. Μια κοπελιά κοίταξε στα χαρτιά της…
«Παππού, το εκλογικό τμήμα που ψηφίζεις δεν είναι εδώ, στο 1ο Λύκειο πρέπει να πας»
Εύκολο να το λες, με το ζόρι είχα φτάσει μέχρις εκεί… πώς να πάω στην άλλη άκρη της πόλης; Αν ήταν ο εγγονός μου, θα με πήγαινε με το αυτοκίνητο, αλλά κι αυτός ο δύσμοιρος έχει δυο μήνες τώρα που πήρε των ομματίων του και πήγε στη Νορβηγία… για δουλειά… χαΐρι δεν έβρισκε εδώ…
Πήρα το μπαστουνάκι και ξεκίνησα για το σπίτι, δεν ήτανε γραφτό. Στο δρόμο είδα κάτι παιδιά να προσπαθούν να περάσουν ένα φράκτη για να πάρουν τη μπάλα τους. Δεν μπορούσα να τους βοηθήσω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα… ή μήπως μπορούσα;
Μια φορά στα τόσα χρόνια, έχω τη δυνατότητα να βοηθάω, αποφασίζοντας γι αυτούς που θα μας κάνουν κουμάντο, τώρα έπρεπε να ψηφίσω για το μέλλον αυτών των παιδιών. Πήρα βαθιά ανάσα και να ΄μαι… Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Τα εκλογικά τμήματα είναι στον όροφο και τα ποδαράκια μου δεν μ’ ακούνε. Δεν θα καταφέρω ν’ ανέβω, θα ξαποστάσω λίγο και θα πάρω το δρόμο της επιστροφής… δεν ήτανε γραφτό.
-Παππού, αν θέλεις να σε βοηθήσω…
-Όχι παλικάρι μου… Το πήρα το μήνυμα. Αν είναι ν’ ανέβεις το βουνό πάνω σε ξένες πλάτες, καλύτερα να μην το ανεβείς καθόλου. Την άλλη φορά θα κάτσω στ’ αυγά μου… Δώσ’ μου μόνο το χέρι σου να σηκωθώ.
Σηκώθηκε, έφτιαξε το σακάκι, ίσιωσε το καπέλο, στηρίχτηκε στο μπαστούνι και κουτσαίνοντας, ξεκίνησε. Κοντοστάθηκε, γύρισε και κοίταξε τη σκάλα, τα μάτια του βούρκωσαν περισσότερο. Σήκωσε το μπαστούνι προς το μέρος μου…
-Άκουσε και μένα γιε μου, εκεί που θ’ ανέβεις… νέους να ψηφίσεις… αυτοί μπορούν να ανεβαίνουν σκάλες χωρίς να ζητάν βοήθεια… Άκου κι ένα γέρο, σαν κι εμένα… έχω δει κόσμο και κοσμάκη ν’ ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες τις εξουσίας… Νέους να ψηφίσεις…