Τσάι του βουνού... (από την πρόσκληση για τα εγκαίνια του μαγαζιού μας)
Στην πόρτα του μικρού μαγαζιού η φιγούρα μιας ηλικιωμένης έκανε το Σάββα να κατέβει από τη σκάλα. Στα χέρια της κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι. Μπήκε με το δεξί…
-Γιε μου, να ξαποστάσω λίγο…;
-Και το ρωτάς γιαγιά; … έλα, κάθισε.
-Δικό σου είναι το μαγαζάκι; Πολύ όμορφο… ζεστό, ανθρώπινο…
-Όχι γιαγιά… εγώ ηλεκτρολόγος είμαι, φτιάχνω τα φώτα.
Της έδωσε ένα καρεκλάκι και ακούμπησε το καλάθι στην άκρη. Η κοπέλα που βγήκε από το κουζινάκι κρατούσε ένα φλιτζάνι.
-Καλημέρα γιαγιά… ο καφές είναι για το μάστορα, θα του κάνω όμως άλλο… ορίστε.
-Να ‘σαι καλά κόρη μου, δεν είναι ανάγκη… μια ανάσα να πάρω μόνο… Τι βλέπω;… μαρμελάδες, γλυκά… Τουρσιά είναι εκεί κάτω; Και εβριστόν, περέκια, συρόν… Εκεί τι έχει, τραχανά; Μήπως έχετε και φούρνικο;
-Φυσικά,… και φακές, φασόλια, ρεβίθια…
-Πολύ μ’ αρέσει… καλές δουλειές… Πότε με το καλό;
-Αν όλα πάνε καλά… πρώτα ο Θεός στις 15 του Οκτώβρη, το απόγευμα, κάνουμε τα εγκαίνια.
-Εδώ δίπλα, στην αφετηρία των αστικών, μου είπαν να βρω το “καλό κορίτσι”… Εσύ είσαι; …Εδώ είναι Βασ. Σοφίας 41;
-“ ΚΑΛΟΝ ΚΟΡΙΤΣ’ “ λέμε το μαγαζάκι μας, πες μου πως μπορώ να βοηθήσω;
-Έχω τσάι του βουνού… το μαζεύω μόνη μου… Θα ήθελες;
Η κοπέλα άφησε τον καφέ στο τραπέζι… κάθισε δίπλα… χαμογέλασε κι έπιασε το χέρι της γιαγιάς…
-Με λένε Μαρία… εσένα;
-… Βούλα
-Λοιπόν, κυρά Βούλα, από δω και πέρα όποτε κατεβαίνεις Πτολεμαΐδα, θα μου φέρνεις ένα καλάθι τσάι…
-Μαζεύω και ρίγανη…
-Κι ένα καλάθι ρίγανη…
-Να ‘σαι καλά κόρη μου…
Ένα αγοράκι μπήκε τρέχοντας… Πήγε κατ’ ευθείαν στο καλάθι.
-Μαμά, μαμά… μυρίζει… βουνό.
Η νεαρή κοπέλα, που το ακολουθούσε, έκανε να το μαλώσει…
-Συγνώμη για τη φασαρία… Σου είπα να μη φεύγεις από δίπλα μου.
Η κυρά Βούλα πήρε ένα ματσάκι και το έδωσε στο μικρό… Έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο…
-Την ευχή μου να έχεις αγόρι μου.
-Βλέπω μέλι… Θα μπορούσατε να μου δώσετε ένα βάζο;
-Ευχαρίστως… Έχουμε και αγελαδινό βούτυρο… αν σας ενδιαφέρει.
Ο μικρός είχε καθίσει στα πόδια της γιαγιάς…
-… Αν είσαι καλό παιδί, εγώ θα αφήνω εδώ στο ΚΑΛΟΝ ΚΟΡΙΤΣ’ ένα ματσάκι τσάι κάθε φορά που θα έρχομαι… για να μυρίζεις … βουνό.
Σηκώθηκε, έφτιαξε λίγο την κουρελού κάτω από το τραπέζι και …έφυγε.
Η Μαρία σήκωσε το βλέμμα της από το ταμείο… και έτρεξε προς την πόρτα…
-Αγόρι μου, πού πήγε η γιαγιά;
Ο μικρός έδειξε στο λεωφορείο που περνούσε από το δρόμο… Ένα κοριτσάκι, στο τελευταίο κάθισμα… τους χαιρέτησε… Χαιρέτησαν κι αυτοί.