Το όνομα... (μια αληθινή ιστορία)
Η Μαρία έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του Άγγελου. Εκεί στο No 41 της οδού Β. Σοφίας, έβλεπαν το όνειρο και την ελπίδα τους. Πρόσφατα θύματα της κρίσης, κατάφεραν με την βοήθεια φίλων να στήσουν το μαγαζάκι τους… Κάτι έλειπε όμως… Δεν είχαν βρει ακόμη το όνομα…
Μια γιαγιά, ντυμένη στα μαύρα, μ’ ένα ξύλινο μπαστούνι για στήριγμα, ξεκίνησε να διασχίσει το δρόμο. Παραπάτησε και θα σωριάζονταν αν η Μαρία δεν προλάβαινε να την αγκαλιάσει. Την έφεραν μέσα και την έπεισαν να καθίσει στο παλιό μπαούλο.
-Όμορφο το μαγαζάκι σας, τι θα το κάνετε;
-Θα έχουμε παραδοσιακά προϊόντα, χειροποίητα, από συνεταιρισμούς και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις της περιοχής.
-Θα έχετε ζυμαρικά… σαν αυτά που έφτιαχνα κι εγώ στο χωριό;
-Φυσικά… και γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες, τουρσιά, σάλτσες, μπαχαρικά, λικέρ…
-Και μέλι… να φέρετε και μέλι.
-… Και φασόλια, φακές, ρεβίθια… όλα από την περιοχή.
-Πολύ μου αρέσει… και η πέτρα στους τοίχους, τα ξύλινα ράφια… όλα ζεστά όπως στο χωριό. Και το χαμόγελο…
Η Μαρία όλη αυτή την ώρα της έτριβε το χέρι, που μάλλον το είχε στραμπουλίξει στην προσπάθειά της να στηριχθεί στο μπαστούνι. Ο Άγγελος έφερε ένα ποτήρι κρύο τσάι.
-Πιες να δροσιστείς και θα σε πάω εγώ σπίτι σου, με το αυτοκίνητο.
Σηκώθηκε… χάιδεψε το πρόσωπο της κοπέλας και προχώρησε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε και πριν περάσει το κατώφλι γύρισε και της χαμογέλασε…
-Καλόν κορίτσ’ κι ευλοημένον…
Μια γιαγιά, ντυμένη στα μαύρα, μ’ ένα ξύλινο μπαστούνι για στήριγμα, ξεκίνησε να διασχίσει το δρόμο. Παραπάτησε και θα σωριάζονταν αν η Μαρία δεν προλάβαινε να την αγκαλιάσει. Την έφεραν μέσα και την έπεισαν να καθίσει στο παλιό μπαούλο.
-Όμορφο το μαγαζάκι σας, τι θα το κάνετε;
-Θα έχουμε παραδοσιακά προϊόντα, χειροποίητα, από συνεταιρισμούς και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις της περιοχής.
-Θα έχετε ζυμαρικά… σαν αυτά που έφτιαχνα κι εγώ στο χωριό;
-Φυσικά… και γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες, τουρσιά, σάλτσες, μπαχαρικά, λικέρ…
-Και μέλι… να φέρετε και μέλι.
-… Και φασόλια, φακές, ρεβίθια… όλα από την περιοχή.
-Πολύ μου αρέσει… και η πέτρα στους τοίχους, τα ξύλινα ράφια… όλα ζεστά όπως στο χωριό. Και το χαμόγελο…
Η Μαρία όλη αυτή την ώρα της έτριβε το χέρι, που μάλλον το είχε στραμπουλίξει στην προσπάθειά της να στηριχθεί στο μπαστούνι. Ο Άγγελος έφερε ένα ποτήρι κρύο τσάι.
-Πιες να δροσιστείς και θα σε πάω εγώ σπίτι σου, με το αυτοκίνητο.
Σηκώθηκε… χάιδεψε το πρόσωπο της κοπέλας και προχώρησε προς την πόρτα. Κοντοστάθηκε και πριν περάσει το κατώφλι γύρισε και της χαμογέλασε…
-Καλόν κορίτσ’ κι ευλοημένον…
-Άγγελε πρόλαβε την σε παρακαλώ… πείσε την να την πας μέχρι το σπίτι της… δεν μου αρέσει να την αφήσουμε μόνη.
Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε από ‘δω από ‘κει… πουθενά η γιαγιά. Του φάνηκε παράξενο, δεν μπορεί να εξαφανίστηκε…
Γύρισε το βλέμμα του προς το μαγαζάκι. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι είδε μια επιγραφή πάνω από την πόρτα…
“ ΚΑΛΟΝ ΚΟΡΙΤΣ’ “
Έτρεξε μέσα… “Βρήκα όνομα… και θα σ’ αρέσει… είμαι σίγουρος”.
Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε από ‘δω από ‘κει… πουθενά η γιαγιά. Του φάνηκε παράξενο, δεν μπορεί να εξαφανίστηκε…
Γύρισε το βλέμμα του προς το μαγαζάκι. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι είδε μια επιγραφή πάνω από την πόρτα…
“ ΚΑΛΟΝ ΚΟΡΙΤΣ’ “
Έτρεξε μέσα… “Βρήκα όνομα… και θα σ’ αρέσει… είμαι σίγουρος”.